Το κάστρο της Ζαρνάτας επέτρεπε εποπτεία της ακτογραμμής και έλεγχο των περασμάτων προς την ενδοχώρα της Μάνης
ρισκόμαστε στον Κάμπο του νομού Μεσσηνίας. Το κάστρο της Ζαρνάτας, ή αλλιώς Κάστρο του Κουμουνδουράκη, ήταν ένα από τα τέσσερα μεγάλα κάστρα της Μάνης. Είναι υστεροβυζαντινό κάστρο που καταστράφηκε από τους Τούρκους οι οποίοι το ξαναέκτισαν τον 17ο αιώνα και του έδωσαν τη σημερινή του μορφή.
Η θέση ήταν επίκαιρη στρατηγικά, καθώς επέτρεπε εποπτεία της ακτογραμμής και έλεγχο των περασμάτων προς την ενδοχώρα της Μάνης.
Η Ζαρνάτα ως τοπωνύμιο
Η Ζαρνάτα, που σαν τοπωνύμιο έχει περιοριστεί σήμερα μόνο στο ύψωμα με το κάστρο, περιλάμβανε άλλοτε ολόκληρη περιοχή.
«Ζαρνάτα» ονομαζόταν μια μεγάλη ορεινή μεσογειακή περιφέρεια της Μάνης, στον νομό Μεσσηνίας, που άρχιζε από τη περιοχή μεταξύ Κιτριών και Καρδαμύλης και έφτανε μέχρι τις κορυφές του Ταϋγέτου, ενώ περιλάμβανε πολλά χωριά και μοναστήρια, με κέντρο το σημερινό χωριό Κάμπος, έδρα του καταργηθέντος Δήμου Αβίας.
Από την Ελληνιστική εποχή στο Βυζάντιο
Η οχύρωση διατηρεί ερείπια από την ελληνιστική εποχή, τα οποία ταυτίζονται με την ακρόπολη της αρχαίας Γερήνιας, μιας από τις 18 πόλεις που απάρτιζαν το Κοινό των Ελευθερολακώνων.
Η δεύτερη φάση ανοικοδόμησής του έχει αποτελέσει αντικείμενο αντικρουόμενων απόψεων. Οι ερευνητές τοποθετούν τη χρονολόγηση του κάστρου από τον 15ο έως τα τέλη του 17ου αιώνα.
H επικρατούσα άποψη είναι ότι το κάστρο κτίστηκε από τους Βυζαντινούς του Δεσποτάτου του Μοριά κάποια στιγμή τον 15ο αιώνα. Τον 16ο αιώνα καταστράφηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι το ξαναέχτισαν τον 17ο αιώνα.
Το κάστρο υπήρχε σίγουρα τον 15ο αιώνα, καθώς αναφέρεται η παραχώρησή του από τον Θεόδωρο Β’ Παλαιολόγο στον Κωνσταντίνο, Δεσπότη του Μυστρά και διάδοχό του (και αργότερα τελευταίο Βυζαντινό αυτοκράτορα).
Το τείχος και ο τριώροφος πύργος
Το τείχος δεν διασώζεται σε μεγάλο ύψος, ακολουθεί στη χάραξη τη μορφολογία του εδάφους και ενισχύεται κατά διαστήματα από κυκλικούς και τετράπλευρους πύργους.
Το κάστρο περιβάλλεται από πολυγωνικό τείχος, μήκους 364 μ., το οποίο είχε ύψος 8-10 μ. Περιλάμβανε έξι πύργους, δύο στρογγυλούς και τέσσερις τετράγωνους, ενώ στη μέση υψωνόταν μεγάλος πύργος με 6 κανόνια, από τα 51 συνολικά που διέθετε το κάστρο.
Δύο πύλες, μία στα νοτιοανατολικά και μία στα βορειοδυτικά, οδηγούσαν στο εσωτερικό του κάστρου, που καταλάμβανε 23 στρέμματα.
Σήμερα στο ψηλότερο σημείο του λόφου δεσπόζει ένας τριώροφος πύργος ύψους 15 μ. περίπου, και δίπλα σε αυτόν μία πενταώροφη οικία στην οποία διέμεναν οι καπεταναίοι της περιοχής. Και τα δύο αυτά κτίσματα ανήκαν αρχικά στην οικογένεια Κουτηφάρη και στη συνέχεια πέρασαν στα χέρια της οικογένειας Κουμουνδούρου.
O πύργος και τα περί αυτόν κτίσματα έχουν χαρακτηριστικά κατασκευής του 18ου αιώνα και έχουν πολλές ομοιότητες με μανιάτική πυργοκατοικία.
Με πληροφορίες από kastra.eu.
πηγή anagnostis.org