Φουντώνουν τα προεκλογικά αλλά και μετεκλογικά σενάρια τις τελευταίες μέρες, με φόντο της εκλογές απλής αναλογικής που έρχονται.
Φυσικά στο τραπέζι της ανάλυσης, μπαίνει μοιραία η κουβέντα των συνεργασιών, αφού το 50 + 1% , που προβλέπεται απαραίτητο, ώστε να υπάρξει αυτοδύναμη κυβέρνηση, φαντάζει ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας για τα κόμματα που διεκδικούν της διακυβέρνηση της χώρας.
Το παράδοξο των δημοσκοπήσεων
Τα χαμηλά ποσοστά της Ν.Δ και η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ να κερδίσουν τους απογοητευμένους ψηφοφόρους, είναι τα πρώτα αξιομνημόνευτα στοιχεία που αφήνει ο απόηχος της τραγωδίας στα Τέμπη, που γκρέμισε για πρώτη φορά, τις μεγάλες διαφορές, που έδειχναν οι δημοσκοπήσεις μεταξύ κυβερνώντος κόμματος και του ΣΥΡΙΖΑ.
Παρόλα ταύτα, τα κόμματα που συμπληρώνουν την πρώτη τριάδα μέσα στη βουλή, δηλαδή η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, αδυνατούν βάση των δημοσκοπικών εταιριών, να δυναμώσουν σημαντικά τα ποσοστά τους, ενώ σε συγκεκριμένες έρευνες, έδειξαν έστω και ισχνά τα “νούμερά” τους να πέφτουν.
Ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη
Προφανώς και ο ρόλος του τρίτου κόμματος, σε μια μετεκλογική συνεργασία, κρίνεται κομβικός, πλην όμως τα σενάρια που θέλουν είτε το ΠΑΣΟΚ να τάσσεται μετεκλογικά με τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε με την Νέα Δημοκρατία, ελάχιστη ανταπόκριση στην πραγματικότητα μπορούν να έχουν, μιας και οι αριθμοί φωνάζουν πως με ταβάνι το 35% το πρώτο κόμμα δύσκολα μπορεί να κάνει συγκυβέρνηση με το τρίτο ( εν τοιαύτη περιπτώσει το ΠΑΣΟΚ), αν αυτό δεν έχει τουλάχιστον 16%. Πόσο δε μάλλον το δεύτερο με το τρίτο κόμμα.
Οι λόγοι όμως και οι “γραμμές” που γεννάνε αυτή – την τεχνητή στην ουσία – μετεκλογική ραψωδία, είναι διάφοροι και μπορεί να εξυπηρετούν πολλούς, ανάλογα την περίπτωση.
Τα μετεκλογικά σενάρια ως προεκλογικά εργαλεία
Ένα σενάριο , που θα ήθελε το ΠΑΣΟΚ να συμπράττει με τον ΣΥΡΙΖΑ, για μια προοδευτική συγκυβέρνηση στην Ελλάδα, γίνεται βέλος στην φαρέτρα της Νέας Δημοκρατίας, στο αφήγημά της, απέναντι στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ που έχουν στήσει το Αντι-Σύριζα μετώπου ως σημαία και αποκλείουν κάθε ενδεχόμενη σχέση με το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ, όπου σε ένα ενδεχόμενο σενάριο συνεργασίας του ΠΑΣΟΚ με τη Νέα Δημοκρατία, οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι του προοδευτικού χώρου στην Ελλάδα, θα περνούσαν μια και καλή στην όχθη του κόμματος της Κουμουνδούρου, αφού κακά τα ψέματα, αυτοί ήταν που το 2012 μετέτρεψαν τον ΣΥΡΙΖΑ από ένα κόμμα του 3% , σε κόμμα εξουσίας.
Βενιζέλος, ο συνδετικός κρίκος
Στο μυαλό του μέσου ψηφοφόρου, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, έχει την ετικέτα του συνδετικού κρίκου, μεταξύ του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας μιας και το 2011 ήταν από τους πρωτεργάτες της πίεσης για την παραίτηση του Γιώργου Παπανδρέου και την λύση της συγκυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Λουκά Παπαδήμο.
Αυτό λοιπόν το σενάριο που κυκλοφόρησε της προηγούμενες μέρες, εξυπηρετεί πολλές κατευθύνσεις όσο και αν το να μπορέσει να πραγματοποιηθεί, φαντάζει ανέφικτο για τους λόγους που αναφέρουμε πιο πάνω.
Προφανώς βέβαια, μια τέτοια υποθετική εξέλιξη, θα έβαζε ταφόπλακα, σε οποιαδήποτε περαιτέρω επανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ, αφού όλοι θυμόμαστε πως στις εκλογές του Γενάρη του 2015 , με πρόεδρο τον Ευάγγελο Βενιζέλο και στον απόηχο της συγκυβέρνησης με τον Αντώνη Σαμαρά, το ΠΑΣΟΚ κυριολεκτικά μπήκε με το ζόρι στη Βουλή, καταγράφοντας το ιστορικά χαμηλότερο ποσοστό του.
Το ζητούμενο των δεύτερων εκλογών
Για να είμαστε ρεαλιστές, αυτό που συμφέρει και τα δύο πρώτα κόμματα, είναι η χώρα να οδηγηθεί σε δεύτερες εκλογές, έτσι ώστε με τον καινούριο νόμο που θα ισχύσει, να μπορέσουν να συστήσουν αυτοδύναμη κυβέρνηση, χωρίς να έχουν ανάγκη ένα τρίτο κόμμα, το οποίο θα ήταν δέσμευση σε πάρα πολλά πράγματα και το πιο βασικό φυσικά, ο καταμερισμός της εξουσίας.
Προοπτική που θα ενισχύσει τον δικομματισμό και θα συμπιέσει τα υπόλοιπα κόμματα και ειδικά το ΠΑΣΟΚ, που θα μπορούσε να χάσει ψηφοφόρους και προς την πλευρά του Κυριάκου Μητσοτάκη αλλά και προς αυτή του Αλέξη Τσίπρα.
Η ανάγκη της συνεργασίας
Το ΠΑΣΟΚ λοιπόν πρέπει να συνεργαστεί μετεκλογικά και πρέπει να το κάνει για δύο λόγους, ο πρώτος και ο κυριότερος είναι το καλό της χώρας. Εννοείται πως η χώρα δεν πρέπει να συρθεί σε επαναληπτικές εκλογές, οι οποίες προκαλούν πόλωση, είναι δαπανηρές και φυσικά φέρνουν ακυβερνησία για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το δεύτερο είναι πως μια κυβέρνηση συνεργασίας, είναι πολυτασική , ξεφεύγει από το στενό κομματικό μηχανισμό και γενικότερα είναι το μέλλον στην Ευρώπη για την δύσκολη οικονομική πορεία που έρχεται τα επόμενα χρόνια, αλλά θα βγάλει και την Ελλάδα από τον διαφαινόμενο δικομματισμό που θα συνθλίψει τα ποσοστά των υπολοίπων κομμάτων.
Η συνεργασία αυτή θα πρέπει να γίνει βέβαια, επάνω σε προγραμματικές συμφωνίες και φυσικά από κόμματα που μπορούν να συνεννοηθούν σε ιδεολογική βάση και έχουν κοινή δεξαμενή ψηφοφόρων, ώστε να μην υπάρξει ένα απλό μοίρασμα καρεκλών, αλλά ένα όραμα για την ελληνική κοινωνία.