Το νέο δελτίο ηλεκτρονικής ταυτότητας δεν μπορεί να προσβάλει, όπως και κάθε δημόσιο έγγραφο, ούτε την πίστη τού κατόχου του, ούτε αφορά τη θρησκευτικότητά του, τονίζει ο μητροπολίτης Μεσσηνίας
Για μιαν ακόμη φορά στον ελληνικό χώρο, και όχι μόνον, η αλλοτριωμένη από δεισιδαιμονικές αντιλήψεις θρησκευτική πίστη παρουσιάζεται με δυναμικό τρόπο.
Όπως και με τον εμβολιασμό κατά της Covid-19, παρομοίως στη δημόσια συζήτηση για τις νέες ταυτότητες άρχισαν να ακούγονται παραφωνίες. Οι φωνασκίες αυτές επικεντρώνονται στον τρόπο του ηλεκτρονικού φακελώματος, του σφραγίσματος του Αντιχρίστου με τον αριθμό 666 και διάφορες άλλες απόψεις προερχόμενες από θρησκευτικά κείμενα. Η «δήθεν» ερμηνεία των κειμένων γίνεται με μεταφυσικό και θρησκοληπτικό τρόπο και διατυπώνονται ανησυχίες ανυπόστατες και ανύπαρκτες.
Το νέο δελτίο ηλεκτρονικής ταυτότητας δεν μπορεί να προσβάλει, όπως και κάθε δημόσιο έγγραφο, ούτε την πίστη τού κατόχου του, ούτε αφορά τη θρησκευτικότητά του, ούτε θα αποτελεί μέσο ελέγχου του κατόχου από αντίχριστες ή δαιμονικές δυνάμεις.
Η μέθοδος που χρησιμοποιούν οι κηρύττοντες εναντίον των νέων ηλεκτρονικών ταυτοτήτων είναι γνωστή. Οι απλοί άνθρωποι είναι πολλές φορές ευκολόπιστοι και φοβικοί και ως εκ τούτου μπορούν να καταστούν χρήσιμοι στόχοι και μέσα χρηστικά με διάφορα μυστικιστικά, θρησκοληπτικά και μεταφυσικά φανατικά κηρύγματα. Έτσι γίνονται υποχείρια κάποιων οργανωμένων δομών που έχουν σκοπό να αποτραπεί η απόκτηση του νέου τύπου ταυτότητας.
Αυτές οι ομάδες, επενδύοντας στον φόβο, στις ανησυχίες και στις αναζητήσεις των απλών πολιτών, μορφωμένων και μη, αποκρύπτουν τους βαθύτερους ιδεολογικούς σκοπούς και τις επιδιώξεις τους επειδή φοβούνται ότι μπορεί να γίνουν γνωστές οι δράσεις τους και τα πεπραγμένα τους και να υπάρξει σχετικός κρατικός έλεγχος.
Όλες αυτές οι ανύπαρκτες αλλά ουσιαστικά μεταφυσικές αιτιάσεις των λίγων ή των πολλών απαιτούν μια ιδιαίτερη διαχείριση από την Πολιτεία. Η εμπειρία που αποκτήθηκε προ δύο ετών στις ανάλογες διαμαρτυρίες κατά του εμβολιασμού κατά την περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού διδάσκει ότι το θέμα πρέπει να αντιμετωπιστεί «εν τη γενέσει» του και όχι αφού αρχίσουν να κορυφώνονται και να καρποφορούν στο υποσυνείδητο του κάθε ανθρώπου αμφιβολίες ή και αμφισβητήσεις για τον πραγματικό ρόλο και τη χρήση των ταυτοτήτων.
Εγκαίρως, λοιπόν, με σωστή και συστηματική ενημέρωση από όλα τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης πρέπει να γνωρίσουν όλοι οι πολίτες τι ακριβώς είναι το νέο δελτίο ηλεκτρονικής ταυτότητας. Αυτό είναι έργο της Πολιτείας, η οποία, και με όποιον άλλο τρόπο κρίνει αυτή, είναι αναγκαίο να ενημερώσει τους πολίτες της περί της χρήσης του νέου δελτίου ταυτότητας. Επίσης, η Ανεξάρτητη Αρχή Προσωπικών Δεδομένων και κάθε άλλη αντίστοιχη Αρχή που ασχολείται με το ζήτημα θα πρέπει να δώσουν απλές αλλά ουσιαστικές απαντήσεις, σχετικά με τα ζητήματα τα οποία τίθενται ως προς τις ατομικές ελευθερίες, τα δικαιώματα και τη διαχείριση των προσωπικών δεδομένων.
Η δε Εκκλησία, με ένα θεολογικό, συνοδικό, ξεκάθαρο, καταφατικό λόγο, χωρίς «ναι μεν αλλά» και χωρίς ενδοιασμούς, θα πρέπει να αποδυναμώσει κάθε τι το ανόητο, θρησκοληπτικό και μεταφυσικό που κηρύττουν όσοι διαστρεβλώνουν για ιδιοτελείς σκοπούς τη διδασκαλία της. Η τεκμηριωμένη απάντηση της Εκκλησίας θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για όσους αμφιταλαντεύονται περί της λήψεως των ηλεκτρονικών ταυτοτήτων. Επίσης, θα κάνει γνωστή τη διδασκαλία της περί του θέματος στο κάθε μέλος της, αλλά και στα μη μέλη της, τα οποία περιμένουν να ακούσουν την Εκκλησία, εν Συνόδω, να διδάσκει και να καθοδηγεί ορθώς και χωρίς υπεκφυγές. Εκκλησία η οποία δεν αφήνει τον ρόλο αυτό σε διάφορες οργανώσεις εξωεκκλησιαστικές ή παρεκκλησιαστικές ή σε διάφορα κοσμικά κέντρα, τα οποία φέρουν ένδυμα μοναχικό
Αν Εκκλησία και Πολιτεία πράξουν τον ενοποιητικό τους ρόλο στην κοινωνία, τότε η ανυπόστατη συζήτηση για τις νέες ταυτότητες θα τελειώσει σύντομα.
Μόνο µε τη συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας, συστηματική ενημέρωση και με ξεκάθαρες θέσεις και απόψεις θα ξεπεραστούν τα προβλήματα, τα οποία αναπόφευκτα άρχισαν ήδη να παρουσιάζονται.
* Το άρθρο του Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή»